- αρχοντικός
- -ή, -ο (AM ἀρχοντικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άρχοντανεοελλ.1. εκείνος που ταιριάζει σε άρχοντα, ο μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και στους τρόπους2. το ουδ. ως ουσ. το σπίτι πλούσιου ή άρχοντα (και φιλοφρονητικά κάθε σπίτι) («Σε τούτο δω τ' αρχοντικό πέτρα να μη ραγίσει»)(αρχ.- μσν.) οἱ Ἀρχοντικοίαιρετικοί οι οποίοι πίστευαν ότι ο κόσμος δεν έχει ένα μόνο δημιουργό και κυβερνήτη αλλά πολλούς.
Dictionary of Greek. 2013.